προνοητικότητα

προνοητικότητα
prévoyance

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • προνοητικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού προνοητικού ή η ικανότητα τού να προνοεί κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προνοητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ηρ. Ραφτάνη] …   Dictionary of Greek

  • προνοητικότητα — η η ιδιότητα και η ικανότητα του προνοητικού, η προβλεπτικότητα, η έγκαιρη φροντίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηδομένως — (Α) επίρρ. με φροντίδα, με προνοητικότητα («κηδομένως ἔχω» είμαι προνοητικός, φροντίζω, Αριστείο.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηδόμενος, μτχ. ενεστ. του κήδομαι «φροντίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προβλεπτικότητα — η, Ν η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού προβλεπτικού, το να αντιλαμβάνεται κανείς κάτι πριν ακόμη συμβεί και να φροντίζει έγκαιρα για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων μελλοντικών δυσχερειών, προνοητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβλεπτικός. Η λ …   Dictionary of Greek

  • Ησίοδος — (8ος – 7ος αι. π.Χ.).Ποιητής. Γεννήθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας. Θεωρείται ο πατέρας της διδακτικής ποίησης στη Δύση. Ο πατέρας του ήρθε από την Κύμη της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας τη «χείμα κακή, θέρει αργαλέη, ουδέ… …   Dictionary of Greek

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

  • προβλεπτικότητα — η η ιδιότητα του προβλεπτικού, η προνοητικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”